- συγκρητίζω
- Ασυνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμοςἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κρητίζω «μιμούμαι τους Κρήτες» (< Κρής, -ητός)].
Dictionary of Greek. 2013.