συγκρητίζω

συγκρητίζω
Α
συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος
ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κρητίζω «μιμούμαι τους Κρήτες» (< Κρής, -ητός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκρητίσαι — συγκρητίζω combine against a common enemy aor inf act συγκρητίσαῑ , συγκρητίζω combine against a common enemy aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”